εὐπαραμύθητος

εὐπαραμύθητος
εὐπαραμύθητος
easily appeased
masc/fem nom sg
εὐπαραμύ̱θητος , εὐπαραμύ̱θητος
easily appeased
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευπαραμύθητος — εὐπαραμύθητος, ον (Α) 1. αυτός που εξιλεώνεται εύκολα («θεοὶ δ εὐπαραμύθητοι εἰσὶ θύμασι καὶ εὐχαῑς», Πλάτ.) 2. αυτός που παρηγοριέται εύκολα 3. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα μυθητός (< παρα μυθούμαι «προτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • εὐπαραμύθητον — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem acc sg εὐπαραμύθητος easily appeased neut nom/voc/acc sg εὐπαραμύ̱θητον , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem acc sg εὐπαραμύ̱θητον , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαραμυθήτους — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem acc pl εὐπαραμῡθήτους , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαραμύθητοι — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem nom/voc pl εὐπαραμύ̱θητοι , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”